- Ἀρισταίου
- Ἀρισταῖοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίκμιος — ἴκμιος, ον, θηλ. και ία (Α) [ικμάς] 1. υγρός 2. (ως επίθ. τού Αρισταίου) ικμαίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ικμ άς + ιος αντί τού *ικμά διος < θ. ικμάδ τού ἰκμάς, άδος] … Dictionary of Greek
αγρεύς — Προσωνύμιο του Απόλλωνα σχετικό προς το κυνήγι (άγρα). Επώνυμο επίσης και του Αρισταίου, γιου του Απόλλωνα, του Βάκχου και του Ποσειδώνα. Στην Αττική, Α. ονομαζόταν o Παν, ως θεός των αγρών. * * * ἀγρεύς ( έως), ο (Α) ο κυνηγός, και ως επίθετο… … Dictionary of Greek
μελίφρων — μελίφρων, ον (Α) 1. αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, ευχάριστος, τερπνός («εὖτ ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνίῃ», Ομ. Ιλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το μέλι ή αυτός που εφεύρε το μέλι.… … Dictionary of Greek
Ακταίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του βασιλιά των Θηβών Κάδμου. Ήταν άριστος και ατρόμητος κυνηγός και διδάχτηκε την τέχνη του κυνηγιού από τον κένταυρο Χείρωνα. Η πιο διαδεδομένη παράδοση σχετικά με τον Α. ήταν ότι … Dictionary of Greek
Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek
Καρθαία — Αρχαία πόλη της Κέας, μία από τις τέσσερις που αναφέρονται από τον Στράβωνα και τον Παυσανία. Σε ανασκαφές που έγιναν το 1811 βρέθηκαν επιγραφές που μαρτυρούν την ακριβή τοποθεσία της πόλης, πολλοί τάφοι ρωμαϊκής εποχής καθώς και τα θεμέλια του… … Dictionary of Greek